|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαφέντευση? — — διακόπτω — υδρογονοσταγονίδιο — χονδρύνο — αρχετυπικός — πολεοδόμος — ενάγων — κατάσκιος — αφιλότιμος — διακοσαριά — προνοιακός — οινοβιομηχανία — συμπολιτεύομαι — μαγευτικός — συλλογιώμαι — γερόκοτα — εκσπερματώνω — δίψα — σταλαξιά — νηπιάζω — ανθρακοδόχη — αυγουλομάτης |
|||