|
το верша (рыболовная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово верша? — ψαροκάλαθο как с (ново)греческого переводится слово ψαροκάλαθο? — верша — αφέντρα — δίπλωμα — ταμείο — δελτίωση — αποτυφλωτικός — τρακάρισμα — χορτασμένος — μπρούσικος — αμοιβαδόζωα — ζεύλα — απαζάρευτος — γλυκαντζούρι — επιχειρησιακός — αδιαλυτότητα — πετρελοιοπήγαδο — διασκορπιστός — καραγκούνης — παχαίνω — παιδαγωγία — πυργώνω — λείμμα |
|||