|
сложенный в два кирпича #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сложенный в два кирпича? — δίπλινθος как с (ново)греческого переводится слово δίπλινθος? — сложенный в два кирпича — αντεπερωτώ — μοσχοπεπονιά — φαρμακοτεχνικός — αθεμελίωτος — συνορισιά — εντεροπάθεια — φιλοτομαρισμός — εξιδανικεύω — Ολλανδέζα — παρηγοριά — κολλαγόνο — μπλάβος — ταπητουργείο — θρησκευτικός — ανεμαλαγιά — βαμβακόπετρα — φτηνός — αποκρούω — ομόγνωμος — κατακόμβη — ψυχοθεραπεία |
|||