|
кипрский; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кипрский? — κυπρέϊκος как с (ново)греческого переводится слово κυπρέϊκος? — кипрский — μώνυχα — γόνος — μεσάρης — κατουρλιά — αντάρα — προσέρχομαι — γεννητικότητα — λιθόκονη — ποιητάκος — άρια — κοσμοβοή — ημεροδείκτης — ξύστρα — μουσικοκριτικός — καλλιτσάγγαρος — συναναστροφή — παπαδοπούλα — ξαιάζω — αρραβωνιαστικός — αστεροσκόπος — επανακαλώ |
|||