|
бомбардировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бомбардировать? — μπομπαρδίζω как с (ново)греческого переводится слово μπομπαρδίζω? — бомбардировать — εκμίσθωση — κουτουλίζω — ακαταλάγιαστος — υποχονδριακός — κοσκινίζω — ηλεκτροχημεία — σαΐζω — αδελφομίκτης — γιορταστικός — στέλλω — μπατζανάκης — μουζεβίρης — ακολπος — οσμανικός — καμπυλότητα — ηλιοβασίλεμα — γέφυρα — ψωρικός — μπαμπούλας — τσοπάνισσα — χαλκοπλάστης |
|||