|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διεισδυτικός? — — σιγοβρέχει — χρηματολάτρης — παρώνυμος — μεγαλοφρόνως — εγκαίρως — ευκατάληπτος — αυνανίζομαι — βουλκάνος — γονδολιέρης — πωρόλιθος — γλιτζιάζω — μεθοδιστής — καταθέτρια — ώρα — ασυμπτωτικός — εξόρμηση — λαχανόφυλλο — ορφανοτροφείο — φιλονικία — φαφλατάρω — μύκης |
|||