|
το безмен (пружинный) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безмен? — κανταράκι как с (ново)греческого переводится слово κανταράκι? — безмен — σύμπηκτος — βραχύχρονος — μεταμοντερνισμός — ψυκτήρ — εκλεκτικιστικός — ατσαλένιος — συνεκφέρω — συνωδία — κώδων — κηρόπιττα — στραπάτσο — ενανθράκωση — εφίππιον — ξαναγκάζω — λάου-λάου — βιοπαλαιστής — πιθανολογία — γούτος — γυαλίζω — τρυφεράδα — στανταρτοποιώ |
|||