|
η 1) порка; 2) бичевание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово порка? — φραγγέλωση как на (ново)греческом будет слово бичевание? — φραγγέλωση как с (ново)греческого переводится слово φραγγέλωση? — порка, бичевание — σεφέρι — απιδωτός — νοσηρώς — νεανίσκος — φαΐ — μυθιστορία — ζεύξιμο — πλουταίνω — ψύχομαι — τριχόρροια — αφερέγγυος — εσωτερικό — ξεκαπάκωτος — ανταποστέλλω — στρυμωξιά — υποδύτης — ηφαιστειογενής — αφροστέφανος — παρεκτροπή — τραπεζιέρης — αζωία |
|||