|
η мор. склад снарядов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово склад снарядов? — βληματοθήκη как с (ново)греческого переводится слово βληματοθήκη? — склад снарядов — γκιζερίζω — ψιλός — προανακρούω — λειμώνιος — γκρινιάρικος — εμπράγματος — αυστραλιανός — επίστρατος — συγκατάνευση — ακρασία — στρωτήρας — λουροδένω — εκατοχρονίτης — ευωδιάζω — υπέρμαχος — απολεπιδούμαι — πρόγονος — υπεραισθησία — αποκεντρώσιμος — κροτίς — τιμονάκι |
|||