|
(-τρίχας) ο, η уст. человек с гладкими волосами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово человек с гладкими волосами? — λειόθριξ как с (ново)греческого переводится слово λειόθριξ? — человек с гладкими волосами — ερράθην — ημίψυκτος — αλήστευτος — μοτόρι — σκευωρία — πυκνόμετρο — ένδακρυς — μπεκρολογώ — δεκαριά — ναρδικός — σπληνεκτομή — χρονογραφία — αιμωδία — σαπουνάδα — κουνουπιέρα — μάρτης — λενινιστής — στειροποίηση — χοντρογυναίκα — αρκετά — άγγιχτα |
|||