|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στοματάρα? — — ακονιστικός — ωκυτόκιος — πεζή — εξαπόλυση — αντάμη — τραπεζιέρα — γεροκουτεντές — πέσιμο — στύφω — αιρετικός — αμάρτημα — γρατζούνισμα — σειρούλα — κλωστοποίηση — ευκολόβραστος — φλόγωμα — προσηνής — τσουλί — εξωγήινος — ορογάνος — αποσογκεντρώνω |
|||