Новогреческий словарь
μπουκιά
μπουκιά
η
кусок
(какой-л. еды);
σήμερα είμαι μέ δυό ~ές — [phrase]я сегодня очень мало ел[/phrase]
;
===
μιά ~ άνθρωπος — заморыш, коротышка
;
αυτή είναι ~ καί συχώριο — [phrase]она лакомый кусочек[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кусок
? —
μπουκιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπουκιά
? — кусок
#
(ново)греческий словарь
—
καταμαρτύρησις
—
σκατολαγνεία
—
χολιάω
—
πεταχτούλης
—
συνενοχή
—
υπερπίεση
—
ωρύομαι
—
αδιάπτωτος
—
κατάπρυμος
—
ασυγύριστος
—
ζούριασμα
—
σβώλος
—
υδατάνθραξ
—
αστερόφωτος
—
γρυπός
—
αλβανόπνευστος
—
καταβρέχω
—
ακαταστάλακτος
—
προγαμιαίος
—
γνέμα
—
απολίπανση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,