|
η бот. мальва #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мальва? — δεντρομολόχα как с (ново)греческого переводится слово δεντρομολόχα? — мальва — βανδαλισμός — εκφώνημα — γλυκασιά — αστεράτος — ιντερβιού — ντουζίνα — ξυλογλυφίο — Κυριακή — αζευγάριαστος — σκηνή — κανακάρικο — προσκόμιση — σατιρίζω — πυρίτιδα — ησυχαστικός — ρυμούλκιο — κουτσουλίζω — ομοίως — διασκεδαστής — Ίωνας — λαρυγγόφωνος |
|||