|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαρωμένος? — — Μάης — ξεμώραμα — λασπόνερο — σύστρεψις — κολασμός — σαββατιανός — βιταμινούχος — δίπατος — γυμναστήριο — ενστάλαξη — βαρδαβέλα — καραντί — συγκινητικός — ανασυγκροτώ — διαφώτιστος — γλιστεράδα — ιχθυολογία — ζυμομύκης — χειρομάλαξη — γουλάρης — σάστισμα |
|||