|
(αόρ. ενέβην) входить, вступать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово входить? — εμβαίνω как на (ново)греческом будет слово вступать? — εμβαίνω как с (ново)греческого переводится слово εμβαίνω? — входить, вступать — τετραώροφος — κατάθλιψη — υπερόστωση — παρόξυνση — χερουβικός — χωρισμός — σφοδρότητα — σορός — γωνιογνώμωνας — ζωοκλοπή — γρουσούζικος — βουλωμένος — σούσουρο — εμπορείο — μετάζωα — ξέβγαλμα — επαπειλούμενος — ρητά — φατριακός — αναπηδητικός — παροχετευτικότητα |
|||