|
προστ. αόρ. от απωθώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άπωσον? — — ισόζυγος — εντομοκτόνος — παλαιοντολογία — απρόσωπα — ροδαλός — σανιδόσκαλα — κρύψιμο — θεματικός — αμφοτεροβαρής — συλλείτουργο — γουρουνόπετσος — αρρωστημένος — κοκαλένιος — φουσκιάζω — μωρέ — ακανθυλλίς — κατεπείγων — γελωτοποιία — απόσκολα — σιτέμα — εφυδραργορώνω |
|||