|
το 1) профсоюз; 2) синдикат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово профсоюз? — συνδικάτο как на (ново)греческом будет слово синдикат? — συνδικάτο как с (ново)греческого переводится слово συνδικάτο? — профсоюз, синдикат — εργοδότρια — επταμηνίτικος — εξανάσταση — συνέδριο — βοσκός — ρεφορμίστρια — αγάμητος — τσακώνομαι — οικτιρμόνως — νησιωτικός — υπάγω — αποκουφαίνω — ανώδυνος — σύντομα — βαλτζής — σκηνογραφικός — μορφονιός — διοικητικό — Γερμανός — μαλακομπούκωμα — γαστρεντερολόγος |
|||