|
ο возводить на трон, на престол; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово возводить на трон? — ενθρονιασμός как с (ново)греческого переводится слово ενθρονιασμός? — возводить на трон — λεπτόθριξ — ενοχλητικός — φυλακάτορας — λανθασμένος — ολόγλυφος — αφιλοπρόοδος — μονιμοποιώ — πλάγια — άπρεπος — χλώμιασμα — εποχεύς — κρυσταλλογόνος — απέραγος — συνοριοφύλακας — κακοχώνευτος — ολεσήνωρ — αδιάφθορο — βροντοβολώ — αστάχυ — απυράκτωτος — βοτανολογω |
|||