βούσυκο

формы словаβ
βούσυκο
το крупноплодный инжир (плод)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово крупноплодный инжир? — βούσυκο
как с (ново)греческого переводится слово βούσυκο? — крупноплодный инжир


επικτηνίατροςαισθητότηςανεκμαύλιστοςκαλιμπράρισμαδιασκεπτήριοξαναφαίνομαιτυλίζωσυνοχήδηγιέμαιπεζόδρομοςσυγκαταβατικότηταερευνήτριακουλουράκιηλιοτυπίαανεπισήμαντοςεκτυπονεμπατήπιστάκηακαμίνιαστοςοπάλλισούρουπα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit