|
η 1) грешница; 2) греховодница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грешница? — αμαρτωλή как на (ново)греческом будет слово греховодница? — αμαρτωλή как с (ново)греческого переводится слово αμαρτωλή? — грешница, греховодница — ξεκαπέλλωμα — εριστικός — δαχτυλήθρα — άρτος — κουνιέμαι — αποκορύφωση — αναρρηγνύομαι — ξαγρύπνια — μοριόγραμμον — ακαπέλλωτος — υπερβαλλόντως — κοπανιά — σύμμεικτος — τσαμπούνισμα — ασυμμάζευτος — προσεφύην — ορμάθιση — Ασπροσουσουράδα — οζοκηρίτης — όρθιος — τσιμπάω |
|||