|
η мед. пучеглазие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пучеглазие? — βουφθαλμία как с (ново)греческого переводится слово βουφθαλμία? — пучеглазие — καθήκον — ορεκτικότητα — λαγοτόμαρο — ινώδες — μιμητικότητα — επίκεντρο — Προμηθέας — αντιπολιτεύομαι — ανακαλώ — αριθμομνήμων — ανευρίαστος — βενθογενής — δοξάρι — αφ' ής — αποσύνδεση — συμβατός — ακοομετρικός — στολίζω — πολιτικοκοινωνικός — συγχώρεση — κυριακάτικος |
|||