|
(-τριχος) поэт. златокудрый (человек) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово златокудрый? — χρυσόθριξ как с (ново)греческого переводится слово χρυσόθριξ? — златокудрый — κωλάρα — γυφτάκος — ανωριμότητα — τουρκιά — αυτοπροσώπως — αφαίμαξη — πεταλωτής — αρχιμάγειρος — αδιάλυτος — συρικτός — ανθρακοφόρος — στεγαστικός — κουάρτο — δασύτης — κατεπείγων — βιβλικός — αρνί — λίβελλος — προειδοποίηση — αρβυλο — βερβερίτσα |
|||