Новогреческий словарь
επαγωγεύς
επαγωγεύς
(-εως) ο физ.
индуктор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
индуктор
? —
επαγωγεύς
как с
(ново)греческого
переводится слово
επαγωγεύς
? — индуктор
#
(ново)греческий словарь
—
ξεγδέρνω
—
προκαλύπτω
—
αυτοδιαφημίζομαι
—
μυοκάρδιο
—
ασυνοίκιστος
—
αργοκέρι
—
αναπηρία
—
ταξιτζίνα
—
συσπειρωμένος
—
τέντυ-μποΰστικος
—
νέφωση
—
αποτόνωση
—
περιγελαστικός
—
ανάποδος
—
επιρρέπω
—
ακτινικός
—
αναχαιντρώνομαι
—
μακελλάρης
—
κοσμάκης
—
ανημποριάζω
—
κουνουπιέρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве