|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αιδοιολείκτης? — — ανειδοποίητα — μισογυνία — στεατικός — ρογιάζω — σεμπρικός — γονατώ — παθητικά — μήτρα — ανεπίβλεπτος — τρωτότητα — αγουρέλαιον — θεία — επαναστρέφω — φιαλοθήκη — πικές — οικοδομήσιμος — αεροεξπρές — μινάρω — επίχυση — εθελοδουλία — σώτειρα |
|||