|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενδιάθετα? — — πεσιμίστρια — λιγοθυμώ — αποστολικός — αλόγιστα — τουφεκώ — μπουχός — αναπληρώτρια — επιδεκτικότητα — θερμοφωταύγεια — αγρόκτημα — έναρξη — ξεκουράζομαι — ρεμπελεύω — ασύφταγος — ατριχία — αγχίνους — καθημαξευμένος — βούλλα — ξέγνοιαστα — μαλακίζομαι — πρόστυχη |
|||