|
η самомнение; самонадеянность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самомнение? — δοκησισοφία как на (ново)греческом будет слово самонадеянность? — δοκησισοφία как с (ново)греческого переводится слово δοκησισοφία? — самомнение, самонадеянность — σκαρτάρω — συγκεφαλαίωση — βλαχόσκαλτσα — ενεστώτος — συνδετικό — αναφωτίδα — αρχιστρατηγείο — κατάρραχο — κλαδί — αποθέσιμο — πρωτευουσιάνος — συνταίριασμα — ραβδισμός — σεντονάκι — στρυμούρα — μύρτο — απόπληκτος — πεζογράφος — οίκημα — πολεμητέος — συμπαραστάτρια |
|||