|
η 1) ступня; 2) след (чулка, носка) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ступня? — πατούνα как на (ново)греческом будет слово след? — πατούνα как с (ново)греческого переводится слово πατούνα? — ступня, след — ανήστευτος — γουλιά — χαμοκερασιά — αλληλομαχία — προστάτης — αποθρασύνω — υπενοικιάζω — διδακτορικός — απασχολώ — λιόλαδο — ξεκούμπισμα — βιδωτήρι — παραξηγώ — ισομορφία — δέξιος — οντολόγος — εξαρτησιογόνος — φτάκοιλο — αρβαλίζω — μαγγανιούχος — πρωτεργάτισσα |
|||