|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασυνάρτητα? — — αποκρεμάδα — υμνωδός — εξολισθαίνω — διμηνία — λεβητοποίειο — απαναπανωτός — λιοτριβόπετρα — πετεινολαλιά — ψυχονευρωτικός — σώφρων — αδελφομίκτις — Σκανδιναυή — μακρονός — ψωμότυρο — μουτρωμένος — σπατουλάρισμα — ξαδέρφι — άχυμος — λουφάρω — σκάση — εκφωνητής |
|||