|
το плужное дышло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плужное дышло? — στιβάρι как с (ново)греческого переводится слово στιβάρι? — плужное дышло — στυλοβάτης — βρώμικος — κυνηγάρης — αναπλάθω — ακαταχώνιαστος — αρράβδιστος — μελανώνω — αβυσσαλέος — θησαύρισμα — στρυχνίνη — ξεχωριστός — πλους — αρθρογραφικός — ασχήμια — Μπετελγκέζ — αναπνοή — δαμασκί — βουτηξιά — κατακέφαλος — αυθυπνωτιομός — γλυκό |
|||