|
(-ίδος) η белый горностай #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово белый горностай? — λευκοϊκτίς как с (ново)греческого переводится слово λευκοϊκτίς? — белый горностай — εκπίεση — εβραϊκή — ζελέ — αλκυώνα — λαγούσα — απόσχολα — ιεραρχικά — χειροπόδαρα — παράσημο — μαστοειδεκτομή — πορτοκαλεώνας — αυτεπίγνωση — εφηβοσύνη — διαβατικός — γλυκοκοιμίζω — παπαδολόγι — εγκλιματιστικός — ΔΕΗ — υδρία — κλιματικός — ιδροκόπι |
|||