|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυτομουντζώνομαι? — — αναποφάσιστον — μπαμπόγερος — ξεροπήγαδο — κεκλημένος — αποψιλώνω — ρημοκκλήσι — σίφουνας — ιδανικότητα — λατρεία — αφτέρωτος — σουβλίζω — καντηλήθρα — εποχέτευσις — κρουσιφλεγής — αφοπλισμός — οσφρητικότητα — αλληλεξαρτώμαι — τοιχίζω — επαμφοτερίζων — κατσούφιασμα — κροτάφι |
|||