|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοινότοπος? — — αναφτερούγιασμα — δερματίνη — γεμενί — δαμασκηνό — βουνοποριά — πρωτόκολλο — κυριαρχία — Λιμενικό — περιδιάβαση — ζαμπίτης — καρίκωμα — στρέψη — κτυπητό — συμπίπτω — εκάην — ατσαλώνομαι — λουκούλλειος — ψαλιδοκέρι — τιμοκρατία — λερώνει — λιθανθρακοφόρος |
|||