|
η растениеводство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово растениеводство? — φυτοτεχνία как с (ново)греческого переводится слово φυτοτεχνία? — растениеводство — συκοπιτταρίδα — φεγγαροπρόσωπος — αποκρυσταλλώνω — τσουκαλάδικο — εμορφαίνω — ανδρομανής — μποϋκοτάρισμα — αλυσιδώνω — θέλγω — μεσημέριασμα — μικροφυής — μεταπλάττω — μυρίζω — αραποσίτι — μόρφασμα — σύντροφος — κουτόφραγκος — κρινολίνο — παλιοκάραβο — μαουνιέρης — ασυνάφεια |
|||