Новогреческий словарь
φυτοτεχνία
φυτοτεχνία
η
растениеводство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
растениеводство
? —
φυτοτεχνία
как с
(ново)греческого
переводится слово
φυτοτεχνία
? — растениеводство
#
(ново)греческий словарь
—
ανωφερικός
—
κανονιστικός
—
ελαιοπαραγωγός
—
γλαδίολο
—
τριτεγγυώμαι
—
καθίζω
—
φουντωμένος
—
τελικός
—
βλαχοδήμαρχος
—
τιτλομανία
—
αντίο!
—
ανοικειότητα
—
πολεμοχαρής
—
πικρομύγδαλο
—
διαδρομή
—
οντουλάρισμα
—
αβάντσα
—
γυναικολογικός
—
απαράλλαχτα
—
ευθυμογραφία
—
εγκαινίασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве