|
хрипло, с хрипом; ομιλώ ~ — говорить с хрипом, хрипеть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хрипло? — βραχνά как на (ново)греческом будет слово с хрипом? — βραχνά как с (ново)греческого переводится слово βραχνά? — хрипло, с хрипом — αναχεντρώνω — κουτσάβλος — ατομικίστρια — εγκαρσιώνω — εξομολόγηση — αυχενικός — υπερσιβηρικός — πόδας — μικρεμπόριο — συλλέγω — αστικοδημοκρατικός — απιστοποίητος — εκτελώνιση — ξετυλίγω — διαφιλονείκηση — μπρίκ — αποστάζω — ρεάλι — ταρτορούγα — όνομα χώρου — αυτοκατηγορία |
|||