|
το укол (шипом и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово укол? — αγκέλωμα как с (ново)греческого переводится слово αγκέλωμα? — укол — τελματώνω — ουροανάλυση — αχνός — λαμπάδα — εδέτσι — αντιπροπαρασκευή — περίγραμμα — έμφροντις — οξυοσμία — βάθρο — ανάλειωμα — σιωπαίνω — ψευτοπαλληκαράς — μεσοοράνισμα — μερδικό — λιθολογικός — παρατεταμένος — δυσπεπτικός — αγιοταφίτης — απελευθερώνομαι — πύκνωμα |
|||