|
быть свойственным (данной местности); τό εθιμον τούτο ~ει εις τόν τόπον μας — [phrase]этот обычай распространён в нашей местности[/phrase]; εις τάς βαλτώδεις περιοχάς ~ει η ελονοσία — [phrase]болотистым местностям свойственна малярия[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть свойственным? — εγχωριάζω как с (ново)греческого переводится слово εγχωριάζω? — быть свойственным — πορνίδιο — βασταγερός — χρονιάρης — ζαχαρωτό — σκληρέγχυμα — γλωσσομάθεια — τετράδυμος — μόνιασμα — ομογενοποιούμαι — γιγαντομάχος — μπακιρτζήδικο — Βλάχα — Φαρισαίος — κλαβικύμβαλο — δεκαριά — μικροτέχνημα — ηωάνθρωπος — εισάγομαι — στολιδώδης — εκσπερμάτωση — φουρούσι |
|||