|
η святоша #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово святоша? — σιγαλοπαπαδιά как с (ново)греческого переводится слово σιγαλοπαπαδιά? — святоша — μονολιθικά — μονόχρονος — δίπορτος — κακοκέφαλος — μετζοσοπράνο — ημιέκταση — περδικομάτα — αμετάβλητο — αδημοσίευτος — βεζιρεία — μεσόγειος — κοκκινοπίπερο — ορθοπεδικός — πεπονάκι — γιδόγραικο — κολακευτικός — μασουλάω — κατηγορώ — ανασκελίζω — ριζό — κουβέρτα |
|||