|
η тётка, тётя (по матери) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тётка? — μητραδέλφη как на (ново)греческом будет слово тётя? — μητραδέλφη как с (ново)греческого переводится слово μητραδέλφη? — тётка, тётя — κοπανίζω — τρενάρισμα — γκόλφι — μορφολογικός — αναπόδιαση — ζουπίζω — αποσκοπώ — ανακρωτηρίαστος — πορτοκαλέα — πονηρεύομαι — θυμητικός — πεσιμιστικώς — ειθίζω — ύβωση — διχρωμικός — παραμελών — κρανιομετρικός — μνησικακώ — παρομοίως — μολόχορτο — ηδύνω |
|||