|
неограбленный; непохищенный (чаще пиратами) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неограбленный? — ακούρσευτος как на (ново)греческом будет слово непохищенный? — ακούρσευτος как с (ново)греческого переводится слово ακούρσευτος? — неограбленный, непохищенный — ζουρλαίνομαι — ενενήντα — τάσσομαι — φωτοτηλεγράφημα — φινέστρα — υποκοριστικό — αδόλεσχος — απειθαρχώ — ανατροχάζω — στεγάζομαι — φαντοσιοπληξία — αφεντογυναίκα — αστούμπιστος — αναξηραντικός — δεματώνω — υπογραμμισμός — σκουληκιασμένος — αφιερούμαι — κατανάλωση — γρουσουζάνθρωπος — ζυμεγέρτης |
|||