Новогреческий словарь
χωρατό
χωρατό
το
шутка, острота
;
===
δέν σηκώνει ~ά — [phrase]он не понимает шуток[/phrase]
;
στά ~ά — в шутку; шутки ради
;
γυρίζω κάτι στό ~ — превращать (__что-л.__) в шутку
;
δέν είναι ~ά — [phrase]это не шутка[/phrase]
;
ν' αφήσουμε τά ~ά! — [phrase]шутки в сторону![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шутка
? —
χωρατό
как на
(ново)греческом
будет слово
острота
? —
χωρατό
как с
(ново)греческого
переводится слово
χωρατό
? — шутка, острота
#
(ново)греческий словарь
—
κοπαδιαστά
—
πεσκαδούρος
—
καμηλήσιος
—
ζωηφόρος
—
ανεπίψογος
—
κακκάρισμα
—
αδιάβλητος
—
πιανόλα
—
ενδεκάγωνος
—
μαγικός
—
ξάφνου
—
συμπολιτεία
—
πείνα
—
αλειμματοθέτης
—
νοσταλγώ
—
κοκαϊνομανία
—
συνέχομαι
—
τσιρλιακό
—
αγρινό
—
αποτελειώνω
—
αραιόσκιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве