|
моросит дождь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моросит дождь? — ψιχαλίζει как с (ново)греческого переводится слово ψιχαλίζει? — моросит дождь — διαπλέκω — μαύσωλείο — καλλιπάρειος — ιδεολόγος — απαραφύλαχτος — δάρσιμο — τράβηγμα — βιασύνη — ξυλόπισσα — επιπρόσθετος — κλάμα — διά — προσπέρασμα — κοσμογονία — επισκέπτρια — χορτάζω — στιχοποιός — αθλούμαι — ράντσο — απυράκτωτος — Θ |
|||