|
моросит дождь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моросит дождь? — ψιχαλίζει как с (ново)греческого переводится слово ψιχαλίζει? — моросит дождь — υμνήτρια — στόμιο — αεροκίνητος — παρέστιος — ματινάδα — ρεζεντά — άλφα — ελληνότροπος — συγκόλληση — πολιτειολογία — περιοδικό — ψιδιάζω — εμπρέπει — τερμίτης — ντάλα — αστροφώτιστος — κακόγεννη — αναλυτικότερος — εντροπή — κατάβρεγμα — λείμμα |
|||