|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταλαιπωρούμαι? — — δεσποτεία — ογδοήντα — προεμβάζω — φαλλιμέντο — αλατότοπος — ηλιοστάλαγμα — αποπάτηση — κόφα — γλοιβό — δονούμαι — στια — δίχρωμος — πασσαλόπηγμα — ερωτιδέας — αγαντάρω — ρεματισμός — αποπιάνομαι — αντιμάμαλο — χαντζαριά — λαμποκόπι — αυτολίπαντος |
|||