|
οι близкие, приближённые (к какой-л. персоне); ~ τόν υπουργόν — приближённые министра #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово близкие? — προσπελάζοντες как на (ново)греческом будет слово приближённые? — προσπελάζοντες как с (ново)греческого переводится слово προσπελάζοντες? — близкие, приближённые — τηλεμετρικός — δαμαλιδοκομείον — αρδευτικός — πληρωτής — στάθμευση — ελεεινότητα — αναπαριστώ — τοπιογραφία — τουρλωτός — θαμποφέγγω — θρυαλλίδα — σιδηροπαγής — χαρτοπαίκτις — ξυλογαϊδάρα — κοκκοφοίνικας — μαξιμαλισμός — πτυελινη — περίβολος — ξενητειά — κασσιτέρινος — ξελάφρωμα |
|||