|
το с.-х. корнерезка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корнерезка? — ριζοτόμον как с (ново)греческого переводится слово ριζοτόμον? — корнерезка — πονηρός — Ινδιάνος — σακατεύω — εμφανοτυπικός — αιματώνω — κακοκαιριάζω — αναθεματούρι — καρύκευμα — κοινωφελισμός — αστραπιαίος — βοδόμυγα — τεντωτός — κυκλικός — βρακί — δίοπος — δισχιλιοστός — ψυχομάννα — αγωνοθεσία — σιδηροδρομικώς — κίτρος — φυσιούμαι |
|||