|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οικειοθελώς? — — ελαφροπιάνω — προϊστάμενος — συνδετήρας — φράκ — τσιτσυρίζω — απερίσκεφτος — καμουτσί — ξεβγάνω — πολυαρθρίτιδα — μετουσίωσις — άβαθος — κόρακας — ωταλγία — φραγκόπαπας — εικονοστάσιο — τάξη — ωογένεση — δίκαιο — νυκτοβάτης — ορθοφωνία — μαχαίρα |
|||