γάϊδαρ|ος

формы словаβ
γάϊδαρ|ος
ο осёл (тж. о человеке)

===
          ~ ξεκαπίστρωτος — нахал;
          ~ ακάλεστος — незваный гость;
          κατά φωνή κι' ο ~ — лёгок на помине;
          έδεσε τό γάιδαρο του — [phrase]он себя обеспечил[/phrase];
          ~άρου λύραν έπαιζαν κι' αυτός τ' αυτιά του τάραζε — метать бисер перед свиньями;
          φταίει ο ~ καί χτυπούν τό σαμάρι — погов. с больной головы на здоровую;
          κάποιου χάριζαν γάϊδαρο καί κοίταζε τ' αφτιά (или τά δόντια) του — посл. [phrase]дарёному коню в зубы не смотрят[/phrase];
          είπε ο ~ τόν πετεινό κεφάλα — погов. [phrase]не смейся, горох, не лучше бобов[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово осёл? — γάϊδαρος
как с (ново)греческого переводится слово γάϊδαρος? — осёл


κινίνορηχίαταλαντευτικόςπασσαλωμένοςσαρίκιαντιψυχωσικόςδιάτρημαπίστητοιχοδομίαφιλονικώασύνταχτοςχασικλήδικομακροβένθοςαπείκαστοςζαβράκισυντέλειαπεριποιητικότηταεισέχωαιθερόπλαστοςανακαλύπτωταχύνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit