|
ο осёл (тж. о человеке) === ~ ξεκαπίστρωτος — нахал; ~ ακάλεστος — незваный гость; κατά φωνή κι' ο ~ — лёгок на помине; έδεσε τό γάιδαρο του — [phrase]он себя обеспечил[/phrase]; ~άρου λύραν έπαιζαν κι' αυτός τ' αυτιά του τάραζε — метать бисер перед свиньями; φταίει ο ~ καί χτυπούν τό σαμάρι — погов. с больной головы на здоровую; κάποιου χάριζαν γάϊδαρο καί κοίταζε τ' αφτιά (или τά δόντια) του — посл. [phrase]дарёному коню в зубы не смотрят[/phrase]; είπε ο ~ τόν πετεινό κεφάλα — погов. [phrase]не смейся, горох, не лучше бобов[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осёл? — γάϊδαρος как с (ново)греческого переводится слово γάϊδαρος? — осёл — κινίνο — ρηχία — ταλαντευτικός — πασσαλωμένος — σαρίκι — αντιψυχωσικός — διάτρημα — πίστη — τοιχοδομία — φιλονικώ — ασύνταχτος — χασικλήδικο — μακροβένθος — απείκαστος — ζαβράκι — συντέλεια — περιποιητικότητα — εισέχω — αιθερόπλαστος — ανακαλύπτω — ταχύνω |
|||