|
ο воен. контрэскарп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово контрэскарп? — αντίκρημνος как с (ново)греческого переводится слово αντίκρημνος? — контрэскарп — κάτουρο — μπάσσο — κοντοστούπης — πραγματοποίηση — βασιλικός — τσαντίλα — γωνίασμός — αντρογυνοχωριστής — ξελωλαίνω — ερμητικός — μύκητας — σαστίζω — ξεκρέμασμα — ακράνι — σταθμιστής — υπερέβην — δεματάκι — ακομψία — ακουρμαίνομαι — κοφτερός — ασυντέλεστος |
|||