|
ο дармоед, тунеядец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дармоед? — χαραμοφάγος как на (ново)греческом будет слово тунеядец? — χαραμοφάγος как с (ново)греческого переводится слово χαραμοφάγος? — дармоед, тунеядец — λιμνοχαρής — εκστατικός — ά — δαπανηρός — στομωμένος — σχολιαστικός — αποβράζω — λεμπλεμπιτζής — Άνθιμος — θαλασσοκράτειρα — κανατάς — επεισόδιο — κυτταροπαθολόγος — τλήμων — όμβριος — γεράνιος — κατάποση — κυπαρισσένιος — αντλία — φουντωτός — φοινίκων |
|||