|
1) нерождённый; неродившийся; 2) : ~η — нерожавшая; неродившая #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нерождённый? — αγέννηγος как на (ново)греческом будет слово неродившийся? — αγέννηγος как с (ново)греческого переводится слово αγέννηγος? — нерождённый, неродившийся — ζαχαροπλαστική — αριθμολογία — αποφαίνομαι — θεμελιώνω — προσχώρηση — υπόταση — μασητήρ — πολύβοος — πτωχικόν — τουρκιά — χρυσοβαφής — εμβρόντηση — μειδίαμα — κουμπί — ακλείδωτος — βιολετής — ρίγος — ανεντρόπιαστος — σησαμόπολτος — ξυλοκέρατο — ημιμόνιμος |
|||