|
το ром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ром? — ρούμι как с (ново)греческого переводится слово ρούμι? — ром — μονοτυπικός — αρχιδούκισσα — μαλαγανεύω — ραγκού — επιβραδυντήρας — πλεονέχτρα — ξεγυμνώνω — ανθυποσμηναγός — ά-ά!! — εμβίβαση — αβούλευτος — κατασχετήριο — αδικοβάνω — μελομακάρονο — Ποσειδώνας — αναερόβιος — προέχω — εξοχικό — αλοπηγός — ομοδικία — λαμπράδα |
|||